σαξίφραγον

σαξίφραγον
σαξίφραγον
saxifrage
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σαξιφράγου — σαξίφραγον saxifrage neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαξίφραγο — το / σαξίφραγον, ΝΜΑ, και πιθ. εσφ. τ. σαρξιφάγον και σαρξιφαγές ΜΑ, και σαξίφραγος, ὁ, ἡ, Α νεοελλ. βοτ. η σαξιφράγα μσν. αρχ. το φυτό κέστρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σαξιφράγα] …   Dictionary of Greek

  • ՔԱՐԲԵԿ — ( ) NBH 2 0997 Chronological Sequence: Unknown date գ. ἕμπετρον, σαξίφραγον . ʼի լտ. saxifragum, seselis. Խոտն՝ որ բեկանէ զքար երիկամանց. ասի եւ բուսանիլ ʼի մէջ քարանց ճեղքելոց: Դաղիպն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”